ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ

 

Του Περικλή Π. Παπαβασιλόπουλου

 

Γεννήθηκα τον Ιανουάριο του 1904 στο χωριό Σίτσοβα του τέως Δήμου Αλαγονίας.  Ο Δήμος Αλαγονίας βρισκόταν στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου και περιλάμβανε έξι χωριά: tη Σίτσοβα, την Τσερνίτσα, την Μεγάλη Αναστάσοβα, την Μικρή Αναστάσοβα, το Λαδά και το Καρβέλι.  Η περιοχή του Δήμου Αλαγονίας υπάγεται στο νομό Μεσσηνίας και ειδικότερα στην επαρχία Καλαμών, αποτελεί δε τα σύνορα του νομού Μεσσηνίας και Λακωνίας.  Κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μέχρι της απελευθέρωσης του Έθνους από τον Τουρκικό ζυγό τα χωριά του Δήμου Αλαγονίας υπάγονται διοικητικά μεν στο Μιστρά, εκκλησιαστικά δε στη Μητρόπολη Μονεμβάσιας.

.  Οι κάτοικοι του Δήμου Αλαγονίας έλαβαν ενεργό μέρος εις τον αγώνα του 1821 και είναι γνωστοί εις την ιστορία ως «Πισινοχωρίται». (πίσω από το Μιστρά και τη Μάνη).  Το έτος 1927 τα τέσσερα από τα έξι χωριά του Δήμου μετονομάστηκαν και έλαβαν τα σημερινά τους ονόματα, επειδή τα παλαιά τους ονόματα ήταν Σλάβικα. Έτσι έχουμε με τη σειρά την Αλαγονία, την Αρτεμισία τη Νέδουσα και της Πηγές.  Η Αλαγονία έλαβε το όνομα του Δήμου επειδή ήταν το μεγαλύτερο χωριό από απόψεως πληθυσμού.  Η Αρτεμισία έλαβε το όνομα επειδή εις την αγροτική περιοχή της ευρίσκετο από την αρχαιότητα ,το ιερόν της Λιμνάτιδος Αρτέμιδος.  Η Νέδουσα επειδή εις την περιοχή της ευρίσκετο η αρχή των πηγών του ποταμού Νέδοντα.  Η Πηγές επειδή είχε από το έτος 1912 υδραγωγείο και ωραίες μαρμάρινες βρύσες που ήταν δωρεά του αείμνηστου Δημητρίου Χριστοδουλόπουλου.  Γεννήθηκα λοιπόν τον Ιανουάριο του 1904 στο χωριό Σίτσοβα που σήμερα λέγετε Αλαγονία.  Το όνομα του πατέρα μου ήταν Περικλής και της μητέρας μου Παναγιώτα.  Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ γιατί γεννήθηκα λίγο χρόνο μετά τον πρόωρο θάνατο του.  Γι’ αυτό όταν με βάφτισαν μου έδωσαν το όνομα του, όπως είναι η συνήθεια.  Η γέννηση μου έφερε κατά το δυνατόν παρηγοριά στη πικραμένη μητέρα μου και γενικά στην οικογένεια μου, γιατί θεωρήθη ότι κάλυψα ένα μέρος από το τεράστιο κενό, που άφησε ο πρόωρος θάνατος του πατέρα μου.  Γι’ αυτό όλοι με περιέβαλαν με μεγάλη στοργή και με φώναζαν «Αρφάνη» και όχι με το όνομα μου.  Η αείμνηστη μητέρα μου άμα έμεινε χήρα, ξαναγύρισε στο σπίτι του πατέρα της Δημητρίου Οικονομόπουλου, που δεν είχε αρσενικά παιδιά, και στο σπίτι αυτό περάσαμε τα πρώτα μας χρόνια εγώ και τα δύο αδέρφια μου Νίκος και Πολυξένη.  Στο σπίτι αυτό πρωτογνωρίσαμε τον κόσμο και η μητέρα μου με την αφοσιωμένη στοργή της για τα τρία παιδιά της και ο παππούς μας Δημήτριος Οικονομόπουλος και η γιαγιά μας Μαρία, η γυναίκα του, με την απέραντη πατρική του αγάπη μας βοήθησαν να αναπτυχθούμε σιγά, σιγά με τη δύναμη του Θεού και να ξεπεράσουμε μέσα στη φτώχεια και σε ποικίλες αρρώστιες τα δύσκολα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας.

 

Επίσης κατά τα παιδικά μας χρόνια και αργότερα μας βοήθησαν πολύ για να αναπτυχθούμε οι αείμνηστοι γονείς του πατέρα μου Νικόλαος και η Μαρία ,δηλαδή ο παππούς μας και η γιαγιά μας από τον πατέρα μας.  Και αυτοί μας περιέβαλαν με στοργή και αγάπη και μας φρόντιζαν αν και δεν καθόμαστε στο ίδιο σπίτι.  Οι πρώτες μου αναμνήσεις αρχίζουν από τον Οκτώβριο του 1912 που κηρύχθηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος.  Θυμάμαι αμυδρά τις γυναίκες έξω από την Εκκλησία, στην πλατεία, που έκλαιγαν σαν αποχαιρετούσαν τους άντρες , που έφευγαν για τον πόλεμο.

 

Στον πόλεμο αυτό ήρθαν από την Αμερική για να πολεμήσουν πολλοί από το χωριό μας και μαζί με αυτούς δύο αδελφοί του πατέρα μου, ο Οδυσσέας και ο Κώστας.

 

Τον Μάρτιο του 1913 ένα απόγευμα που περιμέναμε στο προαύλιο του σχολείου για το απογευματινό μάθημα ήρθε κάποιος και μας είπε ότι δεν θα κάνουμε μάθημα γιατί σκότωσαν το βασιλιά Γεώργιο τον Α΄.

 

Εμείς βέβαια σα μικροί που είμαστε δεν μπορέσαμε (βέβαια) να καταλάβουμε τη σημασία του τραγικού γεγονότος, λυπόμαστε όμως σαν βλέπαμε στο δρόμο πολλές γυναίκες και άντρες να κλαίνε.  Σε λίγο όλοι μας είχαμε πάει στις εκκλησίες του χωριού και μέχρις αργά τη νύχτα χτυπούσαμε τις καμπάνες.

 

Το καλοκαίρι του 1913 άρχισε ο Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος.  Σ’ αυτόν τον πόλεμο στη μεγάλη μάχη του Κιλκίς τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι ο θείος μου Οδυσσέας.  Όταν το μάθαμε στο χωριό, μεγάλη λύπη και αγωνιά έπιασε τους δικούς μου και σαν μάθαμε ότι τον έχουν στο νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη ο παππούς μου Νικόλαος απεφάσισε και πήγε στη Θεσσαλονίκη για να τον δει.  Ο παππούς μου ήταν συνταξιούχους δημοδιδάσκαλος.  Φορούσε πάντοτε πεντακάθαρες φουστανέλες και ήταν πολύ αξιοπρεπής σε όλα του.

 

Το ταξίδι για τη Θεσσαλονίκη στα χρόνια εκείνα ήταν πολύ δύσκολο και ο πόλεμος το έκανε ακόμα δυσκολότερο, μα ο παππούς μου, προκειμένου να δει το παιδί του που κινδύνευε δεν υπολόγισε ούτε κόπο ούτε δαπάνες και πήγε.  Και όταν με το καλό επέστρεψε θυμάμαι να διηγείται με καμάρι για την εντύπωση που έκανε παντού η ελληνική ενδυμασία του, την οποία όπως είπα παραπάνω, τόσο άνετα φορούσε.

 

Όταν τελείωσε ο πόλεμος γύρισαν στο χωριό μας οι στρατιώτες με τη στολή και με τα όπλα τους και θυμάμαι ότι κάναμε όλοι μαζί ένα γλέντι με φαγοπότι στον ιστορικό πλάτανο του χωριού.  Κατά τη διάρκεια του γλεντιού έριξαν και μερικές σφαίρες ψηλά στα κλαδιά του πλάτανου και εμείς τα παιδιά τρέχαμε σε κάθε ντουφέκια να πάρουμε τον κάλυκα, που έπεφτε χάμω από το όπλο. Το απόγευμα θυμάμαι ότι πήγαν στην τοποθεσία που λέγεται «βουνάκι» και έριχναν στο σημάδι στην απέναντι πλευρά προς μεγάλη μας χαρά, γιατί έτσι παίρναμε περισσότερους κάλυκες.

 

Κατά τη διάρκεια του πολέμου μας μάθαιναν στο σχολείο διάφορα πατριωτικά τραγούδια, που τα τραγουδούσαμε όλοι μαζί, όπως: Τώρα που η γαλανή Σημαία μας μες’ τη Μακεδονία κυματίζει και τα γενναία μας στρατεύματα της λευτεριάς τα αγέρι τα δροσίζει.

 

Την εποχή εκείνη το σχολείο του χωριού μου είχε δύο δασκάλους: τον Παναγιώτη Μαυρίκη και τον Σαράντο Αναστασόπουλο.  Ο ένας δίδασκε στην πρώτη και τη Δευτέρα τάξη και ο άλλος στην τρίτη και τέταρτη τάξη ,γιατί το δημοτικό σχολείο είχε τέσσερις τάξεις και όχι έξι που έχει σήμερα.  Και οι δύο διδάσκαλοι ήσαν εργατικοί και πρόθυμοι και κατέβαλαν κόπο για να μας διδάξουν και να μας καλλιεργήσουν το πνεύμα και την ψυχή μας ,παρά τα πενιχρά μέσα, που διέθεταν τότε τα σχολεία.  Γι’ αυτό τους θυμάμαι πάντοτε με σεβασμό και ευγνωμοσύνη.  Ας είναι αιωνία η μνήμη τους.  Και οι δύο ήταν θείοι μου, γιατί ο Παναγιώτης Μαυρίκης είχε παντρευτεί αδελφή της Μητέρας μου και ο Σαράντος Αναστασόπουλος αδελφή του πατέρα μου.

 

Όταν τέλειωσε ο Ελληνοτουρκικός και Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος και επέστρεψαν οι στρατιώτες, οι θείοι μου Οδυσσέας και Κώστας αποφάσισαν να παντρευτούν και να επιστρέψουν στην Αμερική μαζί με τις γυναίκες τους.  Έτσι και έγινε. Ο θείος μου ο Οδυσσέας πήρε τη Δέσποινα Καστάνου κι ο Κώστας τη Σταυρούλα Ρουσάκη.  Και οι δύο γάμοι έγιναν στο χωριό με όλη τη μεγαλοπρέπεια και τα τοπικά έθιμα και μαζί με μας τους συγγενείς γλέντησε όλο το χωριό, όπως ήτανε η συνήθεια και όπως επέβαλε η κοινωνική θέση των οικογενειών μας.  Μετά τους γάμους οι θείοι μου έφυγαν μαζί με τις γυναίκες τους για την Αμερική.

 

Επί τη ευκαιρία κρίνω σκόπιμο να περιγράψω τα έθιμα του γάμου, όπως τα θυμάμαι.

 

Οι γάμοι στο χωριό γινόντουσαν κατά κανόνα με συνοικέσιο. Ο προξενητής ή η προξενήτρα αναλάμβαναν τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο οικογενειών ,του γαμπρού και της νύφης. Όταν οι διαπραγματεύσεις κατέληγαν σε συμφωνία οι εκπρόσωποι των δυο οικογενειών έδιναν τα χέρια και από εκείνη τη στιγμή το συνοικέσιο θεωρείτο τελειωμένο  και οι μελλόνυμφοι καθώς και οι συγγενείς τους εδέχοντο συγχαρητήρια και ευχές.

 

Σε λίγες ημέρες ο υποψήφιος γαμπρός συνοδευμένος από μερικούς συγγενείς του πήγαινε στο σπίτι της νύφης με άνθη και γλυκίσματα για «το άνοιγμα της πόρτας».  Εκεί τους γινόταν θερμή υποδοχή από τη νύφη και τους δικούς της και τους προσφέρανε γλυκά και μεζέδες με κρασί.  Από εκείνη την ημέρα ο γαμπρός μπορούσε να επισκέπτεται το σπίτι της νύφης σε βραδινές κυρίως ώρες που ήταν εκεί και οι δικοί της.  Εν τω μεταξύ ο γαμπρός φρόντιζε για να αγοραστούν οι βέρες (δαχτυλίδια) για τους επίσημους αρραβώνες.  Όταν έφτανε η ορισμένη ημέρα του αρραβώνα ο γαμπρός και η συγγενείς του πήγαιναν με γλυκίσματα και δώρα στο σπίτι της νύφης και εκεί μπροστά στο εικόνισμα ο πατέρας του γαμπρού ή άλλος στενός και σεβαστός συγγενής περνούσε στα δάχτυλα των μελλόνυμφων τα δαχτυλίδια , αφού πρώτα έκανε με αυτά το σημείο του Σταυρού απάνω σε μία εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας.  Ο γαμπρός κατά την τελετή αυτή έδινε συνήθως στη νύφη το φιλί του αρραβώνα και ακολουθούσε γλέντι και φαγοπότι με τραγούδια και χορό.  Από την ημέρα των αρραβώνων μπορούσε ο γαμπρός να συνοδεύει τη μνηστή του και έξω από το σπίτι της.

 

Οι αρραβωνιασμένοι στο χωριό μου ήταν κατά κανόνα τα αγαπημένα παιδιά όλων των κατοίκων και η περίοδος αυτή της ζωής τους, ήταν γεμάτη ομορφιά και χάρη, γιατί ήταν πάντα καλοδεχούμενοι και πρώτοι σε όλες τις χαρές και σε όλα τα πανηγύρια και τους γάμους.

 

Οι γάμοι στο χωριό μου γινόντουσαν πάντα Κυριακή το απόγευμα.  Η διαδικασία για την τελετή του γάμου άρχιζε την Πέμπτη το απόγευμα, που ανάπιαναν τα προζύμια στο σπίτι της νύφης για της κουλούρες της νύφης και τα ψωμιά.  Την ώρα εκείνη συνήθως έριχναν δύο τρεις ντουφεκιές.

 

Το Σάββατο το πρωί βγάζανε τα προικιά της νύφης και τα εκθέτανε στο σπίτι της.  Πήγαιναν εκεί οι συγγενείς και οι φίλες της και έριχναν απάνω στα προικιά άνθη και χρήματα για να ευχηθούν τα καλορίζικα.

 

Την Κυριακή το πρωί ξεκίναγαν από το σπίτι του γαμπρού συγγενείς και φίλοι του άνδρα και της γυναίκας για να φέρουν τα προικιά από το σπίτι της νύφης.  Είχανε μαζί τους και ένα η δύο μουλάρια στα οποία φόρτωναν ένα η δύο σφαχτά και τα άλλα δώρα για τους συγγενείς της νύφης , συνήθως παπούτσια.  Όταν φτάνανε εκεί έδιναν τα σφαχτά και τα άλλα δώρα και έπαιρναν τα προικιά. Απ’ αυτά τα σκεπάσματα, παπλώματα, κιλίμια και αντρομίδες τα φόρτωναν στα μουλάρια μαζί με το χαρανί και τα άλλα χαλκεύματα.  Τα δύο μπαούλα (φορτσέρια) τα ζαλονόσαντε δυο γερές κοπέλες και τα παιδιά.  Σε κάθε άνδρα και στα ζώα έβαζε η νύφη ένα μεταξωτό μαντίλι για δώρο και στις κοπέλες έδινε αραιά μπαρέζια.  Η πομπή με τα προικιά ξεκίναγε από το σπίτι της νύφης με τραγούδια και περνώντας από τον κεντρικό δρόμο του χωριού έφτανε στο σπίτι του γαμπρού.  Στη διαδρομή έβγαιναν άνδρες και γυναίκες στα παράθυρα και στα μπαλκόνια ή στους δρόμους, για να ευχηθούν τα «καλορίζικα».  Την Κυριακή το απόγευμα, την καθορισμένη ώρα ξεκίναγε το συμπεθεριό του γαμπρού με τραγούδια και παλαιότερα και με πυροβολισμούς ,για να πάει στο σάντε της νύφης για τη στέψη.  Στο δρόμο το συμπεθεριό περνούσε από το σπίτι του κουμπάρου και έπαιρνε μαζί και αυτόν με τη συντροφιά του.  Όλη μαζί με χαρά ,τραγουδώντας και με ντουφεκιές τραβούσαν το δρόμο για το σπίτι της νύφης τραγουδώντας το τραγούδι: «Ας παν να ιδούν τα μάτια μου πως τα περνάει η αγάπη μου. Μην ηύρε άλλον κι αγάπησε και μένα μ’ απαράτησε…. Ποιος το είπε βρε μελαχρινό ποιος το είπε πως δε σ’ αγαπώ.  Αν το είπε ο ήλιος να μη βγει κι άστρο να μη ξημερωθεί….. κ.λπ.»  Όταν έφθαναν στο σπίτι της νύφης μερικοί νέοι συγγενείς της νύφης έκλειναν την κυρία είσοδο του σπιτιού και εμπόδιζαν το γαμπρό να μπει στο σπίτι. Γινότανε τότε φασαρία και ο γαμπρός έταζε ότι θα τους δώσει τα κεράσματα και τότε τον άφηναν να μπει.

 

Μέσα στο σπίτι όλα ήταν έτοιμα για το μυστήριο της στέψης, που τότε γινότανε σχεδόν πάντοτε στο σπίτι της νύφης.  Ο παπάς ήταν έτοιμος και γαμπρός με τον κουμπάρο παίρνανε τη θέση τους περιμένοντας τη νύφη, που την στόλιζαν σε άλλο δωμάτιο.  Σε λίγο άνοιγε κάποια πόρτα και ξεπρόβαλε στολισμένη η νύφη, που τη συνόδευε ο πατέρας της ή ο αδερφός της και την παράδινε στο γαμπρό, που περίμενε.  Ο γαμπρός φιλούσε το χέρι του πατέρα και έπαιρνε τη νύφη, τη φιλούσε και αμέσως άρχιζε το μυστήριο.  Όταν φτάναμε στο σημείο που γινότανε η αλλαγή των στεφάνων άρχιζαν οι ντουφεκιές που έφταναν στο αποκορύφωμα τους, όταν άρχιζε το «Ησαΐα χόρευε».  Μόλις τελείωνε το μυστήριο ξεκινούσε το συμπεθεριό του γαμπρού μαζί με τη νύφη για το σπίτι του γαμπρού με τραγούδια και ντουφεκιές.  Οι κοπέλες τραγουδούσαν το: Μάνα μου τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις, μάνα μου γλυκιά. Κι’ ευχήσου με μανούλα μου τώρα στο κίνημά μου κ.λπ.

 

Ήταν πολύ συγκινητική η στιγμή του αποχαιρετισμού της νύφης από τους δικούς της, που πολλές φορές έκλαιγαν με λυγμούς. Το συμπεθεριό με τη νύφη έπρεπε να περάσει από τους κεντρικότερους δρόμους του χωριού που ήταν γεμάτη από άνδρες και γυναίκες ,που έραναν τους νεόνυμφους με ρύζι.  Στο κεντρικότερο μέρος η νύφη πέταγε στο δρόμο μία κουλούρα (ψωμί) και χρήματα σε κέρματα και τα παιδιά ορμούσαν για να πάρουν την κουλούρα ή τα κέρματα.  Τέλος με τραγούδια και τουφεκιές έφταναν στο σπίτι του γαμπρού.  Εκεί στην κύρια είσοδο περίμενε η μάνα του γαμπρού και έδινε στη νύφη να φάει καρύδια με μέλι και έβαζε το σίδερο, για να πατήσει η νύφη μπαίνοντας στο σπίτι.  Όταν έμπαιναν μέσα κάθονταν και αμέσως έβαζαν να καθίσει στην ποδιά της νύφης ένα αγόρι, που είχε στη ζωή και τους δύο γονείς του.  Όρθιες γύρω από τον καναπέ κοπέλες τραγουδούσαν τη νύφη: Σήμερα λάμπει ο ουρανός , σήμερα λάμπει η μέρα,  σήμερα στεφανώνεται ο αετός την περιστέρα.  Προσέφεραν κεράσματα και σε λίγο άρχιζε ο χορός.  Πρώτη χόρευε η νύφη με το τραγούδι: Νύφη μου ωραιότατη , πώχεις περίσσια χάρη, για πες μας που το διάλεξες ,αυτό το παλικάρι……Εν συνεχεία χόρευε ο γαμπρός με το τραγούδι: Γαμπρέ μου σε παρακαλώ ,μία χάρη να μας κάνεις, Το άνθος που σου δώσαμε ,να μη μας το μαράνεις…..Τρίτος χόρευε ο κουμπάρος με το τραγούδι: Κουμπάρε καλορίζικε, πώχεις πολύ καμάρι ,να δώσει ο Θεός και η Παναγιά, να βάλεις και το λάδι……Τέλος η νύφη με το μαντήλι στο χέρι καλούσε στο χορό τον πεθερό της ,την πεθερά της, τους κουνιάδους της και άλλους και ο χώρος συνεχιζότανε με διάφορα ωραία τραγούδια ως αργά το απόγευμα.  Το βράδυ οι καλεσμένοι στο σπίτι του γαμπρού καθόντουσαν στο τραπέζι και ακολουθούσε γενναίο φαγοπότι.  Το ίδιο γινότανε και με τους καλεσμένους στο σπίτι της νύφης.  Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού μοιρασμένοι άλλοι στο σπίτι του γαμπρού και άλλοι στο σπίτι της νύφης τρώγανε και γλεντούσαν.  Για μας τα παιδιά, στρώνανε στα πάτωμα μία μπατανία και εκεί απάνω καθισμένοι σταυροπόδι τρώγαμε κι εμείς.  Μόλις προχωρούσε κάμποσο το φαγοπότι ένας από τους καλεσμένους άρχιζε το τραγούδι του γάμου και κάθε στροφή του την επαναλάμβαναν όλοι μαζί.  Το τραγούδι αυτό που το γράφω παρακάτω είναι μοναδικό και τραγουδιέται μόνο στην Αλαγονία ειδικά στο τραπέζι του γάμου.  Είναι τραγούδι της τάβλας και στη μελωδία του μοιάζει με τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης. «Σαν τρώμε και σαν πίνουμε σαν λιανοτραγουδάμε δεν κάνουμε κι ένα καλό καλό για την ψυχή μας. Να πάμε να φυλάξουμε στις τρίχας το γεφύρι κει που περνάει ο βοϊβόδας με τους αλυσωμένους. Να κόψουμε τους άλυσσους να φύγουν οι σκλαβωμένοι να πάει κι ο νιος κει ως αγαπά στην αγαπητικιά του».  Εν συνεχεία λέγονται και πολλά άλλα τραγούδια της τάβλας ενώ συνεχίζεται ο μεζές και το κρασί μέχρις αργά τη νύχτα ,όπου αποσύρονται οι νεόνυμφοι στον νυφικό κοιτώνα και εν συνεχεία σιγά, σιγά φεύγουν και οι καλεσμένοι για τα σπίτια τους.  Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας το συμπεθεριό του γαμπρού επισκέπτονται το σπίτι της νύφης όπου τους κάνουν τραπέζι και τρώνε ,πίνουν και γλεντάνε μέχρις αργά το απόγευμα.  Το μεσημέρι της επόμενης τρίτης ημέρας το συμπεθεριό της νύφης επισκέπτεται το σπίτι του γαμπρού, όπου τους κάνουνε τραπέζι και ακολουθεί γλέντι με το οποίο και τελειώνει η εορτή του γάμου.  Το φθινόπωρο του 1914 άρχισα να φοιτώ ύστερα από εισιτήριες εξετάσεις στο Ελληνικό Σχολείο.  Το Σχολείο αυτό που βρισκότανε στην Αρτεμισία και εξυπηρετούσε όλα τα παιδιά όλων των χωριών του Δήμου Αλαγονίας.  Εκεί πηγαίναμε κάθε πρωί και το βράδυ επιστρέφαμε στο χωριό μας και στα σπίτια μας.  Τα μαθήματα γινόντουσαν το πρωί τέσσερις ώρες και απόγευμα δύο ώρες.  Κάθε ημέρα πρωί ,πρωί σηκωνόμαστε, ετοιμαζόμαστε και ξεκινούσαμε για την Αρτεμισία, όπου ήτανε το Ελληνικό Σχολείο.  Περπατούσαμε μία και μισή ώρα σε ανώμαλο δρόμο, με ανηφόρες και κατηφόρες, περνούσαμε ορμητικά ποτάμια και φθάναμε πολλές φορές με βροχή και χιόνια στο Σχολείο.  Εκεί αρχίζαμε τα μαθήματα, που τέλειωναν το μεσημέρι.  Μόλις σχόλαγε το σχολείο πηγαίναμε στη Θεοτόκο ή στο κάτω Καμάρι ή στο Κοτσομίλι ή στην Καματερού και τρώγαμε το φτωχικό φαγητό που είχαμε φέρει μαζί μας από το σπίτι μας.  Οι παραπάνω τοποθεσίες είχανε βρύσες με νερό εκτός από την Καματερού, που δεν είχε νερό, αλλά είχε μεγάλο χώρο για να παίξουμε.  Το φτωχικό μας φαγητό ήτανε ξερό συνήθως ψωμί κούκλινο και καμιά σαρδέλα ή μισή ρέγκα, που αγοράζαμε στην Αρτεμισία.  Πολυτέλεια ήτανε να έχει κανείς λίγο τυρί ή κανένα αυγό.  Μια ρέγκα την αγοράζαμε συνήθως δυο μαθητές, την κόβαμε στη μέση και ύστερα ρίχναμε κορώνα ή γράμματα για το ποιος θα πάρει την ουρά ή το κεφάλι.  Τα μαγαζιά της Αρτεμισίας που αγοράζαμε τις ρέγκες ή τις σαρδέλες ήτανε του Χατζή, του Δικαίου και του Κωτσολιά ο οποίος πούλαγε τις ρέγκες μια δεκάρα μία, δεκαπέντε δύο.  Μόλις ξετρώγαμε αρχίζαμε το παιχνίδι ή διαβάζαμε για τα απογευματινά μαθήματα που άρχιζαν το χειμώνα στις δύο και το καλοκαίρι στις τέσσερις το απόγευμα και ήταν διαρκείας δύο ωρών.  Μόλις σχόλαγε το σχολείο επιστρέφαμε στο χωριό μας και πολλές φορές βρεγμένοι από τη βροχή και πουντιασμένοι από το κρύο και ετοιμαζόμαστε για τα μαθήματα της επόμενης ημέρας.  Αν σκεφθεί κανείς σήμερα με τις ανέσεις της συγκοινωνίας, πόσο κοπιάζαμε να πηγαινοερχόμαστε κάθε ημέρα με τα πόδια στο σχολείο βαδίζοντας με βροχή και χιόνι επί τρεις και πλέον ώρες καθημερινώς και περνώντας την ημέρα μας στο ύπαιθρο κάθε μεσημέρι, θα παραδεχτεί ότι η φοίτηση μας στο Ελληνικό Σχολείο και η επίδοση μας στα μαθήματα ήταν ένας άθλος, απίστευτος για τα σημερινά παιδιά, και ότι ήταν θέλημα Θεού να μάθουμε γράμματα, γιατί μόνον η θεία Χάρις θα μπορούσε από τόσους κινδύνους που απειλούσαν κάθε ημέρα από τις κακουχίες το τρυφερό και ασθενικό σώμα μας.  Αρκεί να σημειώσω ότι η «Λουσίνα», ένα ορμητικό ποτάμι που περνούσαμε κάθε μέρα, δεν είχε γέφυρα και γι’ αυτό όταν έβρεχε κι’ είχε κατεβασιά ερχόντουσαν οι γονείς μας για να μας περάσουν με κάτι καδρόνια από τη μία όχθη στην άλλη.  Εδώ πρέπει να σημειώσω πως όλες αυτές οι δυσκολίες που φαίνονται σήμερα και σε μένα τον ίδιο ανυπέρβλητες δεν έσπαγαν το ηθικό μας, ούτε μας δημιουργούσαν συναισθήματα αποστροφής και φυγής από το σχολείο, πρώτα πρώτα γιατί όλα αυτά τα θεωρούσαμε σαν συνέπεια της ζωής μας στα χωριά και έπειτα γιατί όλη αυτή την τιτάνια προσπάθεια την κάναμε πολύ μαζί και κανείς από μας δεν μπορούσε να αγανακτήσει ζηλεύοντας τη θέση του άλλου συμμαθητή του, επειδή όλοι «βράζαμε στο ίδιο καζάνι». Ο τρόπος όμως αυτής της ζωής ενώ από τη μία μεριά μας κούραζε σωματικά ,είχε από την άλλη μεριά ωφέλιμες και ευεργετικές επιπτώσεις στην ψυχή μας και στην καλή διαμόρφωση του χαρακτήρα μας ,γιατί μας καλλιέργησε φυσικά και αβίαστα όλα τα ευγενή συνθήματα όπως της φιλίας ,της συμπάθειας και αλληλοβοηθείας ,της υπομονής και καρτερίας ,του θάρρους και της αποφασιστικότητας κ.ά..  Έτσι εξ’ «απαλών ονύχων» γνωρίσαμε τις δυσκολίες της ανθρώπινης ζωής και μάθαμε να τις αντιμετωπίζουμε.  Αυτό σφυρηλάτησε το χαρακτήρα μας και μας ωφέλησε ασφαλώς και στην μετέπειτα ζωή μας σαν άντρες.

Π.Π.Π