(Του Περικλή Παπαβασιλόπουλου)
Η Αλαγονία κατά την Eλληνική μυθολογία ήταν “νύμφη” του Διός και της Ευρώπης. Στην αρχαία Ελλάδα η Αλαγονία ήταν μία από τις πόλεις του “Κοινού των Ελευθερολακώνων’ το δε Κοινό των Ελευθερολακώνων ήταν Ομοσπονδία δεκαοχτώ πόλεων της Λακωνίας που αποχώρησαν από τη Σπάρτη και αποτέλεσαν συμπολιτεία αυτόνομη. Οι κάτοικοι της συμπολιτείας εκκαλούντο από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Λακεδαιμόνιοι, μέχρι των χρόνων του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου επί της εποχής του οποίου έλαβαν το όνομα ελεύθεροι Λάκωνες ή Ελευθερολάκωνες. Οι δεκαοκτώ πόλεις του Κοινού τον Ελευθερολακώνων κατά αλφαβητική σειρά ήτανε οι εξής: Ακριαί, Αλαγονία, Ασωπός, Βοιαί, Βρασιαί, Γερηνία, Γερονθραί, Γύθειον, Επίδαυρος ή Λιμηρά, Καινήπολις,Λάς, Λεύκτρα, Μαριός, Οίτυλος, Πύρροχος, Τενθρώνη, και Χάραξ.
Η αρχαία πόλη Αλαγονία κατά τον αρχαίο Έλληνα περιηγητή Παυσανία που έζησε το δεύτερο αιώνα μ. Χ. βρισκότανε σε απόσταση τριάντα σταδίων προς τα μεσόγαια από την πόλη Γερηνία. Καθορίζοντας δε επακριβώς τη γεωγραφική θέση της Αλαγονίας ο Παυσανίας γράφει στο κεφάλαιο είκοσι πέντε του Γ΄ βιβλίου του τα εξής: “ Γερηνίας δε ως εις μεσόγαιαν άνω τριάκοντα σταδίους απείχε. Αλαγονία και το πόλισμα κατενεμήθη ήδη και τούτο Ελευθερολάκωσιν δηλαδή η Αλαγονία απέχει από τη Γερηνία τριάντα στάδια προς το μεσογειακό και ανηφορικό μέρος της χώρας και αυτή την πόλη συμπεριέλαβε στο κατάλογο των πόλεων που αποτελούν το Κοινό των Ελευθερολακώνων. Αν τώρα ληφθεί υπ’όψιν ότι στη θέση της αρχαίας Γερηνίας βρίσκεται σήμερα το χωριό Κάμπος του τέως δήμου Αβίας, τότε η αρχαία Αλαγονία, που απείχε από τη Γερηνία τριάντα στάδια (πέντε χιλιόμετρα) προς τα μεσόγεια, πρέπει ασφαλώς να τοποθετηθεί στη θέση που βρίσκεται σήμερα το χωριό Κέντρον (πρώην Γαϊτσές) του τέως Δήμου Αβίας. Σύμφωνα με τα παραπάνω η αρχαία πόλη Αλαγονία βρισκόταν έξω από τα όρια του τέως δήμου Αλαγονίας που φέρει το όνομα της.
Στην αρχαιότητα η περιοχή του σημερινού τέως δήμου Αλαγονίας λεγόταν «Δενθαλιάτις αγρός» και ήτανε αγροτική περιοχή ακατοίκητη. Η περιοχή αυτή στην αρχή ανήκε στους Μεσσήνιους αλλά λόγω της στρατιωτικής της σημασίας σχετικά με τη Μεσσηνία και τη Λακωνία ήτανε πάντοτε το μήλο της έριδος μεταξύ των Μεσσήνιων και των Λακώνων κι άλλοτε την κατείχαν οι Μεσσήνιοι κι άλλοτε οι Λάκωνες.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος που έζησε το πρώτο μ.Χ. αιώνα στα χρονικά του (Tacitus Annales Βιβλίο IV κεφ.43) γράφει σε μετάφραση από τα Λατινικά τα εξής, που έγιναν κατά τον καθορισμό των συνόρων Μεσσηνίας και Λακωνίας επί αυτοκράτορος της Ρώμης Τιβερίου (14 – 37 μ.Χ.). Ακούσθησαν μετά ταύτα οι πρέσβεις των Λακαιδεμονίων και των Μεσσηνίων για το δίκαιο του Ναού της Λιμνάτιδας Αρτέμιδος…….Οι Μεσσήνιοι αντίθετα προβάλαμε την αρχαία διανομή της Πελοποννήσου μεταξύ των απογόνων του Ηρακλή και ότι παρεχωρήθει στο βασιλέα τους «Δενθελιάτις χώρα» στην οποία βρισκόταν αυτό το ιερό.
Για το ιερό της Λιμνάτιδος Αρτέμιδος ο αρχαίος Έλληνας γεωγράφος Στράβων (εγεννήθη το 65 π.Χ.) στο τέταρτο κεφάλαιο των «Γεωγραφικών» του γράφει τα εξής: Το δε εν Λίμναις της Αρτέμιδος ιερόν εφ’ ω Μεσσήνιος περί τας παρθένους υβρίσαι δοκούσι τας αφιγμένας απί την θυσίαν εν μεθορίοις εστί της Λακωνικής και της Μεσσηνίας όπου κοινήν συνετέλουν πανήγυριν και θυσίας αμφότεροι μετά δε την ύβριν ου διδόντων δίκας των Μεσσηνίων συστήναι φασί του πολέμου» Το κείμενο αυτό σε μετάφραση έχει ως εξής : Το δε ιερό της Αρτέμιδος που είναι στις Λίμνες όπου οι Μεσσήνιοι φέρονται ότι προσέβαλαν (εβίασαν) τις παρθένες των Σπαρτιατών που είχαν έρθει για την εορτή βρίσκεται στα σύνορα της Λακωνικής και της Μεσσηνίας όπου και οι δύο τελούσαν κοινό πανηγύρι και προσέφεραν κοινή λατρεία. Ύστερα όμως από την προσβολή επειδή οι Μεσσήνιοι δεν τιμωρούντο λένε ότι άρχισαν τον πόλεμο.
Η αρχαία Δενθελιάτις όπως γράφω παραπάνω, στην αρχή ανήκε στους Μεσσηνίους αλλά λόγω της στρατιωτικής της θέσεως ήταν πάντοτε το μήλον της έριδος μεταξύ των Μεσσηνίων και των Λακώνων. Τέλος με απόφαση του αυτοκράτορα της Ρώμης Τιβέριου αποδόθηκε η Δενθελιάτις οριστικά στους Μεσσήνιους μαζί με τις Φαρές και τη Θουρία, τις οποίες ο προκάτοχος του Τιβέριου αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος είχε προηγουμένως παραχωρήσει στους Σπαρτιάτες επειδή ήταν σύμμαχοι και είχαν συμπολεμήσει με αυτόν στο Ακτιο εναντίον του Αντωνίου. Τότε επί Τιβέριου αυτοκράτορος ετέθησαν και τα όρια (όροι) που ήταν λίθινες τετράγωνες στήλες και καθόριζαν τα σύνορα Μεσσηνίων και Λακώνων. Στην αγροτική περιοχή του σημερινού χωριού Αλαγονία (πρώην Σίτσοβα) και σε ύψος χιλίων πεντακοσίων μέτρων μέσα σε δασώδη περιοχή του Ταϋγέτου υπάρχει η τοποθεσία που και σήμερα ονομάζεται «γραμμένη πέτρα» όπως δε λέει η παράδοση βρισκότανε εκεί μία πέτρινη στήλη που έγραφε στην Ανατολική πλευρά (επί τάδε Λακωνία) στη δε δυτική (επί τάδε Μεσσηνία) τη στήλη αυτή όπως ίσως και άλλες παρόμοιες, φαίνεται ότι κατέστρεψαν απλοϊκοί ποιμένες ή γεωργοί γιατί νόμιζαν ότι θα έβρισκαν κρυμμένος θησαυρός κάτω από τις σκαλιστές πέτρες.
Κατά τον αποικισμό των Σλαύων που έγινε στην Πελοπόννησο τον όγδοο μ.Χ. αιώνα επί αυτοκράτορος του Βυζαντίου Κωνσταντίνου του Ε΄ . Εγκατεστάθησαν Σλάβοι στη Λακωνία και κυρίως στις πλαγιές του Ταϋγέτου σαν ποιμένες ή γεωργοί. Στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου εγκατεστάθησαν οι Σλάβοι (Εζερίται) και στις δυτικές πλαγιές δηλαδή περιοχή της αρχαίας Δενθελιάτιδος χώρας, εγκατεστάθησαν οι Σλάβοι (Μεληγγοί).Τότε χτιστήκανε από τους Μεληγγούς τα χωριά που είχαν μέχρι προ ολίγων ετών σλαβικά ονόματα π.χ. Σίτσοβα, Τσερνίτσα, Μεγάλη Αναστάσοβα, και Μικρή Αναστάσοβα. Τα χωριά Λαδά και Καρβέλι φαίνεται ότι χτίσθηκαν αργότερα όταν αυξήθηκε ο πληθυσμός της περιοχής. Το έτος 1927 τα παραπάνω σλαβικά χωριά μετονομάστηκαν σε Αλαγονία η Σίτσοβα, σε Αρτεμισία η Τσερνίτσα, σε Νέδουσα η μεγάλοι Αναστάσοβα και Πηγές η μικρή Αναστάσοβα. Εκτός όμως από τα ονόματα των χωριών υπάρχουν μέχρι σήμερα πολλές τοποθεσίες στην περιοχή αυτή που διατηρούν τα σλαβικά ονόματα π.χ. Ιμποβός, Πλεσιβίτσα, Μπόροβα, Σιλίμποβες κ.α.. Οι Μεληγγοί ήταν ειδωλολάτρες και ασχολούντο με τη γεωργία και κυρίως με την κτηνοτροφία. Τούτο μαρτυρούν τα πολλά ποιμνιοστάσια (μαντριά) που βρίσκονται ερειπωμένα στην περιοχή. Ήτανε άνθρωποι απείθαρχοι και σκληροί, πολεμοχαρείς και ορμητικοί και πολλές φορές δημιουργούσαν ζητήματα στη διοίκηση του θέματος της Πελοποννήσου. Τέλος το δέκατο μ. Χ. αιώνα έγιναν Χριστιανοί ύστερα από μεγάλες και επίπονες προσπάθειες που κατέβαλε για τον εκχριστιανισμό τους ο Άγιος Νίκων ο «Μετανοείτε» πολιούχος σήμα της Σπάρτης. Έτσι στο τέλος του δέκατου μ. Χ. αιώνα έχουμε στην περιοχή της αρχαίας Δενθελιάτιδος έξι χωριά με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο : την Μεγάλη Αναστάσοβα, τη Σίτσοβα, τη Μικρή Αναστάσοβα, τη Τσερνίτσα, το Λαδά και το Καρβέλι.,που κατοικούντο από Σλάβους που έγιναν Χριστιανοί.
Με την πάροδο του χρόνου με την επίδραση της χριστιανικής θρησκείας και κυρίως με την ευεργετική επίδραση που είχε για τους Σλάβους η επικοινωνία και επιμειξία τους με τους Έλληνες κατοίκους των γειτονικών περιοχών, με τους οποίους ανέπτυξαν διάφορες σχέσεις, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές κ. λ. π. οι Σλάβοι των παραπάνω χωριών άρχισαν να αποκτούν Ελληνική συνείδηση να μιλάνε την Ελληνική γλώσσα και έτσι να εμφανίζονται σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής σαν Έλληνες. Με αυτόν τον τρόπο μετά τον εκχριστιανισμό συνετελέσθη και ο εξελληνισμός αυτών.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας τα παραπάνω έξι χωριά διατήρησαν το καθένα χωριστά το Σλαβικό του όνομα π.χ. Σίτσοβα, Τσερνίτσα κ.λ.π., όλα όμως μαζί ονομάστηκαν «πισίνα χωριά», ή «πισινοχώρια» γιατί τα χωριά αυτά σε σχέση με το Μιστρά, που ήτανε το διοικητικό κέντρο της περιοχής ήταν χτισμένα στο δυτικό (πισινό) μέρος του Ταϋγέτου ενώ ο Μιστράς ήτανε χτισμένος στο ανατολικό (μπροστινό) μέρους του Ταϋγέτου. Στα πισινά χωριά κατά τους χρόνους της δουλείας δεν κατοικήσανε ποτέ Τούρκοι και έτσι ο πληθυσμός τους ήτανε πάντοτε καθαρά ελληνικός. Το έτος 1645 οι Τούρκοι επετέθησαν εναντίον των Ενετών που κατείχαν την Κρήτη και κατέλαβαν τα Χανιά.
Στη συνέχεια διαρκώς πολεμώντας υπόταξαν μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια ολόκληρη την Κρήτη, εκτός από την πόλη του Ηρακλείου, που λεγόταν τότε «Χάνδαξ» και ήτανε καλά οχυρωμένη. Οι Τούρκοι με επιμονή και πείσμα συνέχισαν την πολιορκία του Ηρακλείου από το 1645 μέχρι το 1669 όπου το Ηράκλειο παρεδόθη με συνθήκη στους Τούρκους. Οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη του Ηρακλείου που ήτανε έρημη από κατοίκους. Όλοι οι κάτοικοι της πόλεως και πολλοί άλλοι Κρητικοί που είχαν καταφύγει εκεί, εγκατέλειψαν την πόλη και πέρασαν με παντός είδους πλωτά μέσα, Ενετικά και Κρητικά, στις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου και στα Ιόνια νησιά, παίρνοντας μαζί τους τις οικογένειες τους και ότι άλλο μπορούσαν να μεταφέρουν από τα περιουσιακά τους στοιχεία. Πολλοί από τους Κρητικούς που πέρασαν στις απέναντι ακτές της Μάνης πίστεψαν ότι δε θα ήταν ασφαλής, αν εγκαθίσταντο στα παράλια χωριά της περιοχής, που διαρκώς κινδυνεύανε από τις επιδρομές των πειρατών, και γι’αυτό προτίμησαν να εγκατασταθούν στο εσωτερικό της χώρας. Ήρθαν λοιπόν στα πισινά χωριά και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτά γιατί ούτε Τούρκους κατοίκους είχαν, ούτε κινδύνευαν από τους πειρατές. Η γνώμη αυτή για την εγκατάσταση Κρητικών προσφύγων στα πίσω χωριά στηρίζεται:
- α) στο ότι οι κάτοικοι των χωριών αυτών μοιάζουν στη φυσιογνωμία με τους Κρητικούς
- β) στην ομοιότητα της προφοράς και ιδίως των «και» που προφέρονται σαν «Τσε και
- γ) Στα Κρητικά επώνυμα, που έχουν πολλοί κάτοικοι των πισινών χωριών. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά μερικά επώνυμα, που έχουν μέχρι σήμερα άνθρωποι που γεννήθηκαν στα πισινά χωριά ή κατάγονται από αυτά : Αθανασουλάκης, Αποστολάκης, Αλεξανδράκης, Αρφανάκης, Βαλσαμάκης, Βασιλάκης, Γιαννουκάκης,Δημάκης, Ζαχαράκης, Καπετανάκης, Κωνσταντάκης, Λιακάκης, Μυρτιάκης, Οικονομάκης, Παπαδάκης, Ρουσάκης, Στρατηγάκης, Χριστοδουλάκης, .Όλα αυτά τα Κρητικά επώνυμα και άλλα, που ίσως άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου, είναι μία σοβαρή αποδείξει ότι κάποτε εγκαταστάθηκαν Κρητικοί στα πισινά χωριά ύστερα από κάποιο δυσμενές γι’ αυτούς ιστορικό γεγονός. Και τέτοιο γεγονός ασφαλές είναι η άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους.
Εκτός όμως από τους Κρητικούς πρόσφυγες και άλλοι Έλληνες κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας άφησαν τον τόπο τους , που δεν τους έδινε ασφάλεια, είτε γιατί ήταν παράλιος, είτε γιατί κατοικούσαν σε αυτόν Τούρκοι, και εγκαταστάθηκαν στα πισινά χωριά όπου ήταν ασφαλής από τις λεηλασίες των πειρατών και από την αρπακτική μανία των Τούρκων. Αλλά και οι κλέφτες ακόμη, που είχαν βγει στα βουνά για να πολεμήσουν τους Τούρκους, σε αυτά τα χωριά έβρισκαν έστω και προσωρινά στοργή, ανακούφιση και φιλόξενη στέγη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι ντόπιοι, που όπως είπαμε παραπάνω είχαν γίνει τελείως Έλληνες, οι Κρητικοί πρόσφυγες και οι έποικοι από άλλα μέρη είχαν την ίδια Εθνική συνείδηση μιλούσαν την ίδια γλώσσα πίστευαν στην ίδια θρησκεία και είχαν πλήρη επιμειξία μεταξύ τους ώστε σύντομα αποτέλεσαν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο ελληνικό σύνολο που είχαν μόνο τις συνηθισμένες πνευματικές οικονομικές και κοινωνικές διαφορές που είναι φυσικό να παρουσιάζονται μεταξύ των ατόμων και των οικογενειών μιας κοινωνίας.
Στην καλλιέργεια και ανάπτυξη αυτής της Εθνικής ενότητας συντέλεσε και η λειτουργία της Σχολής του Γένους στη θέση «Μελέ». Η σχολή του Μελέ ιδρύθηκε τον δέκατο όγδοο αιώνα στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου που είναι κοντά στο χωριό Τσερνίτσα (νυν Αρτεμισία). Σ’ αυτήν δίδαξαν τα Ελληνικά γράμματα και την Ελληνική ιδέα της απελευθερώσεως του Γένους μεγάλοι διδάσκαλοι κατά κανόνα κληρικοί και μαθητές της Σχολής υπήρξαν μεγάλες μορφές των Αγώνων του 1821. Από το ενιαίο και αδιάσπαστο Ελληνικό σύνολο που όπως είπαμε παραπάνω είχε δημιουργηθεί στην περιοχή των πίσω χωριών, γεννήθηκαν 1) κατά τους τελευταίους χρόνους της δεκαετίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης και εθνάρχης Προκόπιος ο Πελοποννήσιος (1785 – 1789) που γεννήθηκε στη Σίτσοβα και πέθανε σ’ αυτή εξόριστος 2) κατά την έναρξη του αγώνα του 1821 ο μητροπολίτης Ναυπλίου και Άργους Γρηγόριος Καλαμαράς που γεννήθηκε στη Σίτσοβα και πέθανε από τις στερήσεις και τις κακουχίες στην Τρίπολη, όπου εκρατήθει σαν όμηρος 3) ο θρυλικός ήρωας της Επαναστάσεως Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ο Τουρκοφάγος που γεννήθηκε στη Μεγάλη Αναστάσοβα και έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων 4) κατά τους πρώτους χρόνους μετά την απελευθέρωση ο Εθνικός ευεργέτης Πέτρος Δημάκης , που γεννήθηκε στη Μικρή Αναστάσοβα, πλούτισε σαν έμπορος στη Ρουμανία και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δώρισε τη μεγάλη περιουσία του στο Κράτος με τον όρο να λειτουργεί στην περιοχή της πατρίδας του ένα «Αλληλοδιδακτικό» και ένα «Ελληνικό» σχολείο κατά το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής εκείνης. Για τη στέγαση αυτών των σχολείων ο Πέτρος Δημάκης έκτισε με δικές του δαπάνες ένα μεγαλοπρεπές διδακτήριο διώροφο κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στη θέση «Μελέ». Σε αυτό εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας υπήρχαν αίθουσες για τη διαμονή του διδασκάλου και αίθουσες για τη διαμονή των μαθητών. Το θαυμάσιο εκείνο διδακτήριο λειτούργησε από το 1857 μέχρι το 1902 όπου κατεστράφη από πυρκαγιά.
Στα χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 η περιοχή των πισινών χωριών λόγω της μορφολογίας του εδάφους και τις απουσίας των Τούρκων εχρησιμοποιήθει σαν ασφαλές ορμητήριο για τον αγώνα εναντίον των Τούρκων και οι πισινοχωρίτες πρόθυμοι έτρεξαν στον αγώνα με άξιους οπλαρχηγούς μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γεώργιος Βασιλάκης από τη Σίτσοβα που προήχθη σε χιλίαρχο το 1825 και δολοφονήθηκε στη Σίτσοβα το1828. Ιδιαίτερη σημασία είχε το ιερό μοναστήρι του Μαρδακίου που βρισκότανε στον μέσο του δρόμου που ξεκίναγε από τα χωριά της Αρκαδίας πέρναγε από τα πισινά χωριά και κατέληγε στα χωριά της Μάνης. Έτσι το μοναστήρι του Μαρδακίου εχρησιμοποιήθη πολλές φορές σαν τόπος συγκεντρώσεως των μεγάλων οπλαρχηγών Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα Κεφάλα κ.λ.π. οι οποίοι συσκέπτοντο σε αυτό και έπαιρναν τις μεγάλες αποφάσεις. Έτσι συνήλθαν εκεί στις 18 Μαρτίου 1821 οι οπλαρχηγοί και αποφάσισαν να πάρουν την Καλαμάτα, πράγμα που έγινε στις 23 Μαρτίου 1821. Οι πισινοχωρίτες εκτός από το υψηλό Εθνικό φρόνημα που τους διέκρινε είχαν και ζωηρό θρησκευτικό συναίσθημα πράγμα που το αποδεικνύουν οι πολλές εκκλησίες και τα πολλά μοναστήρια που υπήρχαν στην περιοχή τους. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα ονόματα μοναστηριών που υπήρχαν επί Τουρκοκρατίας π.χ. Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μαρδακίου κοντά στη Μεγάλη Αναστάσοβα , Ζωοδόχου Πηγής, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Αγίου Αντωνίου κοντά στη Σίτσοβα Αγίων Δώδεκα Αποστόλων κοντά στη Μικρή Αναστάσοβα Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου η Μελέ κοντά στη Τσερνίτσα και Κοιμήσεως της Θεοτόκου σιδερόπορτες κοντά στο Καρβέλι.
Το 1960 κοντά στο χωριό Αρτεμισία εκτίσθη από τη μοναχή Παρθενία Ευαγγελάτου ή Νικολιτσέα με συνδρομές των κατοίκων της περιοχής και ορισμένων ξένων το μοναστήρι της Παναγίας Ελεούσας που γιορτάζει τη Γέννηση της Θεοτόκου. Όπως αναφέραμε και παραπάνω τα πισινά χωριά υπάγοντο διοικητικά στη διοίκηση του Μιστρά και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Μονεμβάσιας. Με την Καλαμάτα δεν είχαν σχέση ούτε οδική σύνδεση. Εμπειρικές σχέσεις είχαν αναπτύξει προς τα βόρεια με τα χωριά της Αρκαδίας, προς τα νότια με τα χωριά της Μάνης και προς τα ανατολικά με το Μιστρά και ιδιαίτερα με την Καστανιά (μην Καστόρι) που ήταν κεφαλοχώρι της περιοχής. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον τουρκικό ζυγό και τη σύσταση των δήμων του Ελληνικού κράτους η υπηρεσία ονοματοθεσίες των νέων δήμων έδωσε στο Δήμο που περιέλαβε τα πισινά χωριά το όνομα της Αλαγονίας, ίσως επειδή η συνόρευε προς τα νότια με την περιοχή που βρισκότανε η αρχαία πόλη Αλαγονία η και γενικότερα επειδή η αρμόδια υπηρεσία, ονομασίας των δήμων όπως φαίνεται είχε σαν στόχο της να δίνει στους νεοσύστατους δήμους ονόματα αρχαίων πόλεων ή ιστορικών τοπωνυμίων που με την πάροδο του χρόνου είχαν λησμονηθεί ή παραποιηθεί. Έτσι ιδρύθηκε ο Δήμος Αλαγονίας, που περιλάμβανε τα έξι πισίνα χωριά και είχε το έτος 1846 τρεις χιλιάδες εκατόν δέκα εννέα (3119) κατοίκους από τους οποίους είχαν : η Σίτσοβα (Αλαγονία) 819, η Μεγάλη Αναστάσοβα (Νέδουσα) 624, η Τσερνίτσα (Αρτεμισία) 435, η Μικρή Αναστάσοβα (Πηγές) 421, το Καρβέλι 418 και το Λαδά 402 κατοίκους.
Ο Δήμος Αλαγονίας υπήχθη διοικητικά στην επαρχία Καλαμάτας του νομού Μεσσηνίας και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Μεσσηνίας. Απόκτησε οδική σύνδεση με δρόμο με την Καλαμάτα και ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με αυτή. Ο Δήμος Αλαγονίας λειτούργησε μέχρι το έτος 1912 όπου με το νέο νόμο (περί συστάσεως και διοικήσεως δήμων και κοινοτήτων) καταργήθηκαν οι δήμοι στα χωριά και κωμοπόλεις με πληθυσμό κάτω των δέκα χιλιάδων κατοίκων και ιδρύθηκαν οι κοινότητες. Τότε κάθε χωριό του Δήμου Αλαγονίας αποτέλεσε ίδια κοινότητα αυτοτελή και ανεξάρτητη. Το 1927 τα τέσσερα χωριά του Δήμου που είχαν σλαβικά ονόματα μετονομάσθηκαν όπως γράφουμε παραπάνω και πήραν τα ονόματα : Αλαγονία, Αρτεμισία, Νέδουσα, Πηγές. Σήμερα τα έξι χωριά υπάγονται στο Δήμο Καλαμάτας εντασσόμενα στο σχέδιο «Καποδίστριας». Οι κάτοικοι αυτών των κοινοτήτων επικοινωνούν μεταξύ τους με αγροτικούς δρόμους όλες δε μαζί οι κοινότητες συνδέονται με την Εθνική οδό Καλαμάτας Σπάρτης. Οι κάτοικοι των κοινοτήτων του τέως Δήμου Αλαγονίας είναι φιλήσυχοι και νομοταγείς. Είναι εργατικοί και ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Απολαμβάνουν σχεδόν όπως και οι κάτοικοι των πόλεων τα αγαθά του τεχνολογικού πολιτισμού και οι συνθήκες διαβίωσης τους είναι ασύγκριτες ανώτερες και καλύτερες από τις συνθήκες διαβίωσης των προγόνων τους. Παρά ταύτα το ρεύμα της αστυφιλίας παρασύρει τους περισσότερους νέους και νέες και μεταναστεύουν στις πόλεις του εσωτερικού και εξωτερικού, για να βρουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και καλύτερους τρόπους διαβίωσης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ερημώνονται τα χωριά και να κατοικούνται μόνο από γέροντες.
Όμως η «εύανδρος» Αλαγονία γέννησε και εξακολουθεί να γεννά άνδρες που προόδευσαν και διακρίθηκαν σαν έμποροι σαν επαγγελματίες και σαν επιχειρηματίες. Όσοι δε ασχολήθηκαν με τα γράμματα παρά τα πενιχρά οικονομικά μέσα που διέθεταν με την επιμέλεια και τη φιλομάθεια τους διακρίθηκαν είτε σαν ελεύθεροι επιστήμονες είτε σαν επιστήμονες Κρατικοί λειτουργοί και κατέλαβαν επάξια ανώτερα και ανώτατα της Πολιτείας και της Εκκλησίας αξιώματα. Οι έξι κοινότητες του τέως Δήμου Αλαγονίας που βρίσκονται στις δυτικές πλαγιές του Ταΰγετου μέσα σε ένα θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον. Περιβάλλονται από πυκνά δάση πεύκου και έλατου και έχουν άφθονα νερά και καρποφόρα δένδρα. Αν δημιουργηθεί η κατάλληλη τουριστική υποδομή (ξενοδοχεία κ.λ.π.) μπορεί η περιοχή αυτή να γίνει ένα θαυμάσιο τουριστικό κέντρο και ένας ιδεώδης τόπος θερινής διαμονής. Η τουριστική αξιοποίηση του θαυμάσιου αυτού τοπίου θα είναι επωφελής για όλους και ιδιαίτερα για τους κατοίκους των δύο πόλων Καλαμάτας και Σπάρτης που απέχουν από αυτό είκοσι έως τριάντα χιλιόμετρα..