Οι φραγκολεβαντίνοι αλλά προπαντός οι ..γκρεκολεβαντίνοι, εν αγνοία και χονδροειδώς, αποκαλούν ό, τι βυζαντινό, τούρκικο……..Η σχέση του ζευμπέκικου με την αρχαιότητα έγκειται εις το ότι είναι ένας χορός προπαρασκευαστικός της ψυχής για την τόνωσιν του ηθικού εκ των έσω, ως ένα είδος προσευχής, προτού μπούνε στη μάχη ή προτού μπούνε στον αγώνα της ζωής, στις σημερινές ημέρες, στις ταβέρνες κλπ διότι αυτός που σηκώνεται να χορέψει κάνει ένα είδος προσευχής, εκ του εαυτού του προς τον εαυτόν του, χωρίς να έχει την ανάγκην επικροτήσεως ή επιδοκιμασίας από κανέναν. Απομονώνεται, σαν να λέμε, και προβάλλει τον εαυτόν του σε μία έξαρση, σε μία μετουσίωση, σε μία μεταρσίωση, εις τον μεταξύ χρόνου και διαστήματος χώρον. Κουνάει τις ωμοπλάτες του σαν να είναι φτερούγες και αιωρείται. Κάποτε-κάποτε χτυπάει τα πόδια του για να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρεύεται, ότι δεν είναι φάσμα (αν και ωθεί τον εαυτόν του να γίνει ένα φασματικόν υποκείμενον, ένα φασματικόν όν) και πότε-πότε «παίρνει τις ανάλιες» (όπως έγαρψε και ο Στρατής Μυριβήλης στον «Βασίλη τον Αρβανίτη», το βιβλίο του) δηλαδή γονατίζει και χτυπάει την γη με τα χέρια του ή την αγγίζει, για να παίρνει τις ανάλιες, δηλαδή το άλας, την δύναμιν, από την μητέρα του την χθόνα γην, για να συνεχίσει αυτήν την δοκιμασίαν, εις την οποίαν εκουσίως προσέρχεται προς χαλάρωσιν. Έτσι στο τέλος πηγαίνει και κάθεται στο κάθισμά του έχοντας πλέον απαλλαγεί από τις κοινωνικές καταθλίψεις από τις οποίες κατατρύχεται. Αυτός ο χορός είναι ένας κινησιολογικός υπερβατικός διαλογισμός, με λίγα λόγια μια προσευχή.
Τώρα ας έρθω και την λέξιν «ζευμπέκος». Η λέξις «μπέκος» ή «βέκκος» αναφέρεται εις το λεξικόν του Βυζαντίου ως λέξις φρυγική και σημαίνει το ψωμί, τον άρτον. Την βρίσκομε στα αρβανίτικα «μπουκ», στα ελληνικά «μπουκιά» στο αγγλικό «baker» και στα γερμανικά «baken», που όλα έχουν να κάνουν με το ψωμί και τους μυλωθρούς. Το «ζευ» είναι μια άλλη μορφή, με διαλυτικά, της λέξεως Ζευς, που σημαίνει το πνεύμα. Αυτό μας δείχνει ότι είναι ένας συνδυασμός του πνεύματος και του σώματος, μια μετάληψις, όπως την εννοεί η χριστιανική θρησκεία. Το πνεύμα και η ύλη μαζί. Ο άνθρωπος είναι πνεύμα και ύλη μαζί.}
Το παραπάνω κείμενο είναι του πολυπράγμονα Θάνου Μούρραη-Βελλούδιου «Ελληνευρέτη». Το έγραψε το 1926 και σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάντια του χορού Ζευμπέκικο στις μέρες μας, που αλίμονο ο κατήφορος δεν έχει σταματημό.
Όπως ανορθόγραφα τον σημειώνουν οι ελαφρομουσικολογούντες 9/8 (η ελληνική-βυζαντινή μουσική θεωρία ούτε γνωρίζει ούτε συναλλάσσεται με όγδοα),
έτσι αντιλαμβάνονται και οι νεοέλληνες τον ζευμπέκικο. Στα κωλάδικα με τα ηχεία στο τέρμα, σε «τοπία στην ομίχλη» από την κάπνα, άμα ακουστούν τα βαριά τραγούδια του στυλ «από δω η γυναίκα μου κι από κει το αίστημά μου» (τέτοια με νόημα) ή «ο αητός πεθαίνει στον αέρα» (όλα τα νεοελληνόπουλα είναι αητόπουλα, δεν αντέχουνε τη γη και κυρίως τις δεσμεύσεις, εξ άλλου δεν γνωρίζουνε ότι παλιότερα τα αητόπουλα είχαν άλλους σκοπούς και ιδέες, και τώρα βαλθήκανε να ξεφτιλίσουνε μέχρι και το πτηνόν), συνεννοούνται όλοι της παρέας, ανάβουνε τα σιγγαρίλος τους, ανοίγουνε ελαφρώς το υποκάμισον να φανεί ο μποντιμπιλντισμός τους και το τριχωτόν δασύ στήθος (για αρκούδες τους προόριζε ο Κύριος αλλά βγήκανε αθρώποι) και ανεβαίνουν επί της πιστός δια να χορέψουν. Ο πιο «μερακλωμένος»(προτιμούνται τα ψαλιδοκωλάκια) ξεκινάει πρώτος και οι υπόλοιποι περιχαρακώνουν ένα χώρο 5-6 τετραγωνικά, ως επί πλείστον στη φάτσα της πιστός, τον κυκλώνουν και του βαρούνε ρυθμικά και άρρυθμα παλαμάκια για να ενισχύσουν τον κουραδόμαγκα στην προσπάθειά του. Με τα «άλα» και τα «ώπα της» οι λαμογιοαβανταδόροι δίνουν κουράγιο στον φίλο να φέρει σε πέρας το έργο, αυτό του ξεπεσμού του λαικού χορού. Και αφού ο λικνιζόμενος φιγουρατζής κάνει τα αεροπλανικά του και περάσει τα κανιά του πάνω από τα κεφάλια των φίλων (να δείξουμε ότι είμαστε και γυμνασμένοι), αλλάζουνε χορευτή. Σηκώνεται άλλος και συνεχίζει τον ξεπεσμό, στο ίδιο στυλ, μεταξοπουλέικα καλουπιασμένος, σαν τα πανηγυριώτικα μαιμουδάκια του 1960 που παίζανε ντράμς όλα στο ίδιο ρυθμό. Κι χορεύουν έτσι 3-4 χορούς στη σειρά.
Και βέβαια δεν χορεύουν έτσι μόνο οι μείρακες που, τέλος πάντων, δεν ξέρουν γιατί δεν έζησαν τα παλιά. Βλέπεις όμως και κάτι μεσόκοπους της ηλικίας μας, που ενώ ξέρουν ότι ο ζευμπέκικος δεν είναι για να χορεύεις μαζί με 47 τσαρουχάτους βλάχους (το σύστημα της «παραγγελιάς» ήταν σωστό αλλά μας πήρε στο λαιμό του ο Κοεμτζής και πήγαμε στο άλλο άκρο) ή να μιλάς με τον διπλανό χορευτή ή να κάνεις «μάτι» την «αλαφριά» απέναντι που θαυμάζει τις ικανότητές σου, ακολουθούν τα σύγχρονα πατούλια και σηκώνονται να χορέψουν με το μπούγιο λες και πρόκειται για γιάνγκα ή μποσανόβα.
Πίσω ρε !!!!!!! Για να χορέψεις ζευμπέκικο πρέπει να το θέλει η ψυχή σου και όχι η παρέα σου. Νάχεις όρεξη για προσευχή και όχι για ραμαζάνι. Νάσαι πεζικάριος και όχι αεροπόρος. Να παίρνεις ανάλιες στη γη και όχι να ελικοπτερίζεις. Νάσαι μόνος σου εσωτερικά και εξωτερικά. Να χορεύεις απλά και όχι Νουρεγιεφίστικα. Να πάρεις το μισό τραγούδι και να κάτσεις και όχι «βαράτε βιολιτζήδες κι ένα δεύτερο». Να μην ξανασηκωθείς από τη καρέκλα παρά μόνο για κατούρημα. Νάσαι σοβαρός και τα μάτια χαμηλά και όχι χαζοχαμόγελο και κυαλαρίσματα. Να πονάς, και να δακρύζεις άμα λάχει, με τραγούδια παλιά-πρόσβαρα που τα λένε μάγκες ψυχωμένοι και όχι με τα λουλακίσια νεοφλωρίστικα που τα λένε κάτι ποντικομουστακάτοι μπακλαβωτοφαβορητάκηδες και κοτσιλομουσάτοι φλούφληδες της μόδας.
Μάθε να ξεχωρίζεις τα καινάρια από τις πουρούχες και άμα δε μάθουν να σε σέβονται όλοι και να ραιμπουγιουρντίζουν, να μου περάσεις χαλκά αρκουδιάρικο. Και όταν εσύ ανθιστείς το πρέπον, γουστάρεις να χορέψεις για πάρτυ σου και κάνουνε ντου οι φίλοι σου να σου κουβαληθούνε στην πίστα για αβάντα, κάνε πίσω και ξανακάτσε. Πές τους το ξεκάθαρα «μόρτες χορεύω σολαρία, κάντε άπωσον και περπατήστε καβουράτα, γιατί δεν γουστάρω περικοκλάδες στον πλάτανό μου».
Και τότε θα γίνεις αληθινός άντρας, παιδί μου.
Και λέω άντρας γιατί ο Μητροπάνος τόπε «έ, όχι και οι γυναίκες ζευμπέκικο». Ναι όχι (όλες) οι γυναίκες ζευμπέκικο. Γιατί ο χορός δεν είναι του ξεπλύματος ή «κουνώ τον απαυτό μου». Για να χορέψει γυναίκα ζευμπέκικο σηκώνεται και πάει γατοπερπατίσια σε μία γωνιά στη πίστα, στα «σκιερά», μόνη της, ρίχνει τα μάτια στο χώμα, δεν κουνάει τους γοφούς μπρατσεράτα, έχει τα χέρια χαμηλά, παίρνει 7 στροφές και 3 ανάλιες και γυρίζει στην καρέκλα της ήσυχα και νοικοκυρεμένα.
Δεν φοράει ούτε στενό παντελόνι, ούτε στενή φούστα, ούτε τα βαφτιστικό της μπλουζάκι να φαίνεται ο αφαλός, ούτε πουλόβερ σηθρού. Χορεύει σοβαρή και αγέλαστη και «φτύνει» τους κολιτσίδες που θα της ρίξουνε σκουληκωτό δόλωμα με τον τάχα θαυμασμό τους. Δεν τους λεει «πίσω ρε σαχλόμαγκες» γιατί ο πάσα ένας σερνικός σαλιαγκομάλαγκας λαμβάνει την τυχόν απάντηση αφορμή για λαγκρεντί, άσε που θα φέρει και τον συνοδό της σε δύσκολη θέση, αφού σήμερα τα κουραμπιεδάκια δεν έχουν ψυχή να παρεξηγηθούνε άμα τους πειράξουνε το κορίτσι, έχουνε γίνει «μαλλιά αγγέλου». Ίσα-ίσα μερικοί αυτοθαυμάζονται κιόλας που συνοδεύουν θήλεο που αρέσει.
Τελειώνοντας μια συμβουλή. Άμα δεν μπορείτε να ξηγηθείτε όπως πρέπει, καθήστε στ’ αβγά σας και αφήστε τις κορδέλες. Γιατί κινδυνεύετε να ξεφτιλιστείτε άμα τύχει και συνδιασκεδάζετε με κάποιον που έχει τα δικά μου γούστα, αν σας δει να χορεύετε «κουνιστή πολυθρόνα» μπορεί και να σας φωνάξει «όξω φλώρε απ’ το ζευμπέκικο».
Άντε και καλό καλοκαίρι και……μιρουπάφσιμ.
Χρήστος Νικ. Ζερίτης