ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΠΑΛΙΚΗΣ

Ένας Νεδουσαίος στη μάχη της Κρήτης

Του Βασίλη Κ. Βαρελά

Μετά την αποτυχία ταν ιταλικών στρατευμάτων να κατακτήσουν την Ελλάδα και τη μεγάλη ήττα τους στα ελληνοαλβανικά βουνά, οι Γερμανοί μάς κήρυξαν του πόλεμο από τα βόρεια σύνορά μας. Όμως, παρά τον πατριωτισμό και την ηρωική αντίσταση των στρατιωτών μας, η Ελλάδα έπεσε μπροστά σε αυτή τη μεγάλη πολεμική μηχανή. Οι Γερμανοί, αφού σκλάβωσαν την ηπειρωτική χώρα, ήθελαν να υποτάξουν την Κρήτη. σαν βάση, για να έχουν πρόσβαση ανεφοδιασμού στην Ανατολική Μεσόγεια, στην Αίγυπτο, στις νότιες χώρες και να ελέγχουν τα πετρέλαιαbarbas.gif

.
Για νο μην πετύχουν του σκοπό τους, συγκεντρώθηκαν στην Κρήτη χιλιάδες στρατεύματα από Έλληνες, Νεοζηλανδούς, Αυστραλούς και κυρίας Βρετανούς (κάπου 36.000). Στις 20/5/1941, πρωί πρωί, τα γερμανικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν παραθαλάσσιες πόλεις του νησιού. Ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα έδιναν μεγάλες αντιαεροπορικές μάχες, με πολλούς νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Στη διάρκεια των μαχών, για πρώτη φορά, έπεσαν τόσο πολλοί αλεξιπτωτιστές (συνολικά πάνω από 15.500) και έλαβαν μέρος περισσότερα από 1.250 αεροπλάνα διαφόρων τύπων. Πολλά βεβαίως από αυτά καταρρίφθηκαν. Πρέπει να αναφερθεί οτι πέφτοντας αι αλεξιπτωτιστές, πολλοί είχαν σκοτωθεί πριν πατήσουν το ηρωικό νησί. Στην προσπάθειά τους οι Γερμανοί να αναβιβάσουν στρατό από τη θάλασσα, το πλήρωμα με χιλιάδες νεκρούς και μερικά πλοία τους βυθίστηκαν. Όμως, παρά τη μεγάλη αντίσταση όλον των στρατευμάτων και την παλικαριά των ηρωικών Κρητικών, το νησί έπεσε -με πρώτο τα αεροδρόμια ταυ Μάλεμε, και σε μία εβδομάδα όλη η Κρήτη.Ο μπάρμπα-Γιώργης, νεαρός τότε, που έζησε όλη αυτή τη φρίκη του πολέμου και της αιχμαλωσίας, θυμάται και μου το είπε με τον δικό του τρόπο:
Ο Γεώργιος Βασ. Μπάλίκης (Μπαλίπος) τέλος του 1940 είχε καταθέσει τα χαρτιά του στη Χωροφυλακή, στην Πυροσβεστική και στην Παθητική Αεράμυνα απ’ όπου και τον ενέκριναν να καταταγεί. Δεν ήθελε να πάει στα στρατό διότι θα του έστελναν στον πόλεμο της Αλβανίας και μπορεί να σκοτωνόταν, όπως σκοτώθηκε ο μεγάλος νου αδελφός Παναγιώτης, 33 ετών παλικάρι, παραμονή των Χριστουγέννων του 1940 στα βουνά της Αλβανίας κοντά, στα Μπογδάντες.

Η ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ
Η αίτηση του εγκρίθηκε και τον κάλεσαν να παρουσιαστεί στη Χωροφυλακή στις ό Μαρτίου του 1941 στο Γουδί. Πήγε μαζί με τους κοντοχωριανούς του: Τον Φεσάτο Νικόλαο και τον Πανταζή Γεώργιο από τη Σίτσοβα (Αλαγονία), τον Κάτσο Παναγιώτη και τον Γιάννη Σεντεμέντε από την Στερνίτσα (Αρτεμισία). Θυμάται και τους Μεσσήνιους που ήταν παρέα στου 2ο λοχο:: έναν Παπαδόπουλο, έναν Τενέντε, έναν Αργυρόπουλο και έναν Γιαμορέλο. Στα Γουδί, μολογάει, τους εκπαίδευαν γιο κάνα δυο μήνες. Όλοι-όλοι ήτανε καμιά διακοσαριά χωροφύλακες. Οι Γερμανοί ήδη μας είχαν κηρύξει του πόλεμο, είχαν μπει στην Ελλάδα και κατελάμβαναν τις πόλεις. «Εμάς, όπως λέει, μας πήραν και λέγανε ότι θα μας πάνε στην Αλβανία ή στην Μακεδονία, ούτε ξέρω. Τελικό μας πήγαν στα Λαύριο».
Θυμάται ήταν Μεγάλη Παρασκευή και τους δώσανε να φάνε ψωμί και χαλβά. Εκεί φέρατε και καμιά τρακοσάρια Κρητικούς τραυματίες από το μέτωπο: «Όλους μαζί μας βάλανε σε ένα καράβι και φύγαμε για την Κρήτη. Στη Σούδα που φτάσαμε είχε όλο νάρκες. Μια βαρκούλα με ελιγμούς μας οδήγησε στη στεριά. Μόλις βγήκαμε μας πλακώσανε τα ιταλικό αεροπλάνα. Όμως το αντιαεροπορικά τα βάρεσαν και έτσι έφυγαν χωρίς να σκοτώσουν τον κόσμο. Ο δικός μου λόχος πήγε στα Ρέθυμνο, αι άλλοι λόχοι πήγαν σε άλλες πόλεις. Στην Κρήτη κάθε μέρα συνέχεια μας εκπαίδευαν. Στις 20 του Μάη οι Γερμανοί μας επιτέθηκαν από τον ουρανό. Χάλαγε ο κόσμος. έπεφταν με αλεξίπτωτα που πρώτη φορά τα βλέπαμε, και δώσαμε μεγάλες μάχες».

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
«Ήμαστε μαζί με το Γιώργη Πανταζή από τη Σίτσοβα (Αλαγονία)», λέει ο μπαρμπα-Γιώργης. «Τότε ήμουν 21 χρονών και μόνα 2 μηνών χωροφύλακας. Οι μάχες ήταν πολύ σκληρές και κράτησαν περίπου λιγότερο από μισό μήνα. Οι Γερμανοί σε όλη την Κρήτη είχαν πολλούς νεκρούς. Μιλάγανε για πενήντα χιλιάδες, εγώ πού να ξέρω. Εμείς πιάσαμε τότε μερικούς αιχμαλώτους. Οι Κρητικοί είχανε θυμώσει, πολύ θέλανε να τους σκοτώσουνε. Τους είπαμε, τώρα είναι αιχμάλωτοι πολέμου, άοπλοι. Τους κρατήσαμε και γλύτωσαν. Μετά δεν ξέρα τι απογίνανε. Στις 29 Μαΐου 1941 η Κρήτη έπεσε και τότε πιαστήκαμε πολλοί αιχμάλωτοι.

ΤΑ ΕΣ-ΕΣ
Μας πήγαν συνοδεία σε στρατόπεδο στα Χανιά. Εκεί, σε κάτι σκηνές, έκατσα τρεις μήνες. Μόλις ξαγνάνταγαν οι Γερμανοί με τα όπλα και τα πουλιά στο στήθος, εμείς λακάγαμε και χωνόμαστε σαν τις γάτες στις σκηνές. Αυτοί, αγριεμένοι, μας δείχνανε με το δάχτυλα και λέγανε πόλισμαν-πόλισμαν (ότι είμαστε χωροφύλακες). Όχι-όχι, λέγαμε εμείς, σηκώνοντας τα χέρια. Τα Ες-Ες δεν μας χωνεύανε γιατί τους βαρέσαμε και σκοτώθηκαν πολλοί από δαύτους. Άλλες φορές ερχόντουσαν πάλι φτούνα τα καθάρματα τα Ες-Ες, έπαιρναν με ονόματα μερικούς και τους εκτελούσαν. Σε άλλους έκαναν μαρτύριο, μεγάλο καψόνια, ήταν πολύ καπριτσιαδόροι, μικροί στην ηλικία και αυτοί σαν εμάς αλλά ντερέκια, μέχρι κιαπάνω κάτι ξανθοί. ‘Εναν Παπαδέα, κοντοχωριανό, του έκαναν μεγάλο καψόνι: Τον έβαλαν να σηκώνει μια βαριά πέτρα συνέχεια για ώρες. Γύρω-γύρω το στρατόπεδο είχε φυλάκια με πολυβόλα και δεν κοίταγε να λακίσει κανείς. Το λάθος το δικό μου ήταν το εξής και το είδα μετά: Όταν έπεσε η Κρήτη ήλθαν υποβρύχια και έπαιρναν τους Εγγλέζους για τη Μέση Ανατολή. Δυστυχώς δεν μου έκοψε να πάω και εγώ μαζί τους, επηρεάστηκα από έναν ονόματι Σακκά. Αυτός ήταν απά την Πολιανή, και μου είπε: Ρε Γιώργη, τι δουλειά έχουμε να πάμε; Θα φύγουμε από δα, θα μας πάρουν οι δικοί μας. Κι έτσι μείναμε.

Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Θυμάμαι μια φορά στα Χανιά, πήγαμε να αποδράσουμε από τη Θάλασσα. Μπήκαμε μέσα και το νερά μας έφτασε μέχρι το λαιμό. Για κακή μας τύχη, ένας πνιγόταν και άρχισε να ζητάει βοήθεια. Με τις φωνές του μας πήραν χαμπάρι οι Γερμανοί και μας έριχναν τα πολυβόλα στα τυφλά από τα φυλάκια γύρω- γύρω στα κουτούπια που είχαν στημένα. :Όλοι όπως όπως βγήκαμε μούσκεμα, πέσαμε χάμου και σούρνοντας πήγαμε ζαγά-ζαγά πάλι στο στρατόπεδο. Όταν κήρυξαν σι Γερμανοί τον πόλεμο στη Ρωσία, πήραν τα Ες-Ες, που ήταν σκληρά καρύδια, και φέρανε Αυστριακούς και Τσεχοσλαβάκους να μας φυλάνε. Τα Ες-Ες εάν δεν πήγαιναν στη Ρωσία θα μας σκοτώνανε ούλους. Αυτοί που ήρθαν και μας φύλαγαν, ευτυχώς, ήταν πιο μαλακοί.
Τότε βρήκαμε ευκαιρία να απoδράσουμε εγώ και o Νίκος Μπαστούνης από την Καλαμάτα. Βγαίνοντας στα Χανιά δώσαμε τις στολές μaς, που ήταν καινούργιες, και πήραμε κότι παλιόρουχα πολιτικά. Εγώ είχαν ένα μπλε (εγγλέξικο πουλόβερ χωρίς μανίκια) και τη νύχτα μού βάσταγε το κρύο. Μετά, ρωτώντας πήγαμε στο Λιμπάρι και Αγριοφάραγκο από κει κατεβήκαμε στη θάλασσα. Εκεί κάτω το καΐκια έφερναν τους Κρητικούς στρατιώτες από την υπόλοιπη Ελλάδα-και ανέβαζαν άλλους για Πελοπόννησο. Μπήκαμε αρκετοί σε ένα καΐκι και πρώτα πιάσαμε Αντικύθηρα. Βγήκαμε στη στεριά και ήπιαμε νερό. Αμέσως φύγαμε και περάσαμε έξω από τα Κύθηρα, μετά πιάσαμε Βατικά και κατόπιν Νεάπολη. Μαζί μας ήταν Μακεδόνες, Μανιάτες, αλλά χωρίσαμε, ο καθένας με προφύλαξη έπαιρνε το δρόμο του. Στα χωριά που πέρναγα, τους έλεγα ποιος είμαι και μου δίνανε λίγο ψωμί. Ένα βράδυ κοιμόμουνα σε ένα χωριό. Συκιά; Ελιά; Μάλλον Συκιά. ξαφνικά, στον ύπνο μου άκουσα »μπαμ- μπαμ». Λέω ταραγμένος του νοικοκύρη, τι γίνεται; Μου λέει, μη φοβάσαι, είναι οι Ιταλοί που ντουφεκάνε κότες. Δεν μας πειράζουν αυτοί. Και ησύχασα.Όπου πέρναγα, διακόνευα και πρέπει να πω ότι, όταν έλεγα ότι έρχομαι ανά την μάχη της Κρήτης, ο κόσμος μού έδινε πρόθυμα ό,τι είχε, λίγο ψωμί καμιά φορά και λίγο προσφάι ή κάνα φρούτο.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Στις 29 Αυγούστου το βράδυ έφτασα στο Βρουταμά, μπήκα οε ένα καφενείο και τους καλησπέρισα. Με καλησπέρισαν και αυτοί και ρώτησα:
Πατριώτες, έχει Γερμανούς ή Ιταλούς εδώ; Όχι — όχι, μου απάντησαν με μια φωνή. Είχα κάτι ψιλά πενταροδεκάρες και παράγγειλα καφέ. Ένας λεβεντόγερος ψηλός —να ζει τώρα άραγε;- μου λέει: Κάτσε ρε, καλόπαιδο, ανά πού είσαι; Του είπα από την Αλαγονία, πίσω από το βουνά του Μυστρά, κι έρχομαι από την Κρήτη. Αφού ήπια του καφέ μου και τα είπαμε, έβγαλε λεφτά, του πέρασε αυτός και μου λέει: Έλα να πάμε σπίτι μου. Περνώντας από την πλατειούλα παίζανε Καραγκιόζη. Τα παιδιά ήταν μαζεμένα γύρω — γύρω και γελάγανε ξέγνιαστα.
Ο γέροντας είχε αρραβωνιάσει το γιο του με μια όμορφη κοπέλα. Κάτσαμε στην αυλή, μας έφεραν ένα πεπόνι, το έκοψαν και κρασί και φάγαμε, η γυναίκα ταυ, με καλοσύνη μου έλεγε να στρώσει να κοιμηθώ στο σπίτι. Εγώ ντρεπόμουνα, δεν ήθελα, τους είπα άτι έχω ψείρες, Θα σας γεμίσω, γι’ αυτό θα κοιμηθώ έξω. Φέρε μου μια πάλιοκουβέρτα να σκεπαστώ, είπα στη γυναίκα του, και μετά πέτα τη. Του παρακάλεσα να κοιτάξουν αν πάνε τα πρωί αγωγιάτες (αυτοί που μεταφέρουν με τα ζώα τους εμπορεύματα) στη Σπάρτη, για να πάρουν μαζί τους, γιατί δεν ξέρω εγώ το δρόμο να πάω. Πράγματι, την κονταυγή, νύχτα ακόμα, αγογιάτες και τσαμπάσηδες (αυτοί που κάνουν αγοραπωλησία ζώων), που με τα μουλάρια τους πήγαιναν στου Μυστρά το πανηγύρι, με πήραν μαζί τους.
Φτάνοντας στο ποτάμι του Ευρώτα, με βάλατε απάνω σε ένα μουλάρι καβάλα και πέρασα. Σε ένα σημείο, όπως πέρναγα, το νερά έφτασε μέχρι τη μπάκα του μουλαριού. Προχωρώντας βγήκαμε στον Αγιάννη. Τώρα, τους λέω, σας ευχαριστώ, ξέρω να πάω. Στου Αγιαννού τη βρύση μια ωραία καπέλα έπιανε οε ένα βαρελάκι νερό. Πλύθηκα, ήπια και μου έδειξε από ποιο μονοπάτι να πάω. Πέρασα έξω από το Μυστρά μη με τσακώσουν οι Ιταλοί και μπλέξω. Προχωρώντας, έχοντας αριστερά μου το βουναλάκι του Μυστρά με τις εκκλησίες, βγήκα στην Τρύπη με τα πολλά νερά.
Εκεί στα πλατάνια συνάντησα τα Νίκο Φεσάτο και χάρηκα πολύ. Με το Νίκο ήμαστε μαζί στην Κρήτη. Πήραμε την κατηφόρα και βγήκαμε στου Αγιολιά της μικρής Αναστάσοβας (Πηγές). Αγναντεύοντας το ξεροβούτι του χωριού μου μού λύθηκαν τα πόδια, πήγαιναν μοναχά τους. Κατηφορίσαμε και φτάσαμε στη Σίτσοβα (Αλαγονία). Φάγαμε, ήπιαμε και κοιμήθηκα στου Νίκου του Φεσάτου το σπίτι και το πρωί μπονόρα κίνησα γιο τη Νέδουσα. Πριν τον Αγιο θανάση, πρώτη πατριώτισσα συνάντησα την γριά Κοντούλα, την Κατερίνη από την πέρα μεριά, και καυβεντιάσαμε.

ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΛΑΓΟΝΙΑ
Βγήκα στον Αγιο θανάση, έκαμα το σταυρό μου και μόλις είδα το χωριό άνοιξε η καρδιά μου. Ούτε κατάλαβα πότε κατέβηκα τις γανιές και έφτασα στη βρύση Κοκκαλιάρα. Έκατσα, ξαπόστασα λίγο, πλύθηκα, ήπια νερό και πήγα στου Κούβελο, στο σπίτι μου. Εκεί στη ρούγα, έξω από την πόρτα ματ, συνάντησα το γερο-Βοσβόνη (σ.σ. Ηλιόπουλο Δημήτρη), τον μπάρμπα σου του Παρασκευά Βαρελλά (σ.σ. αδελφός του πατέρα μου. που είχε έλθει από το μέτωπο της Αλβανίας — δυστυχώς χάθηκε στου εμφύλιο) και τους Σωτηρογιανναίους (σ.σ. την οικογένεια του Γιάννη Ηλιόπουλου).
Όλοι τότε μαζεύτηκαν στο σπίτι μου και με ρωτάγανε για την Κρήτη. Ο μπόμπης (σ.σ. Βασιλειος Δ. Πρόττης, μικρός τότε, μετέπειτα κουνιάδος μου), πήγε πιλάλα στο χτήμα που πότιζε ο πατέρας μου και του πήρε τα συχαρίκια ότι γύρισα. Ανάμεσα στους δικούς μου ξέχασα την ταλαιπωρία, τον ποδαρόδρομο και την πείνα,.
Οι Ιταλοί ήταν στη γειτονική Αρτεμισία, είχαμε κατοχή, ήταν πολύ δύσκολοι καιροί. Μετά την απελευθέρωση με κάλεσαν να ξαναπάω στη Χωροφυλακή, αλλά εγώ δικαιολογήθηκα ότι είχα αδελφό θύμα, του Παναγιώτη, σκοτωμένο στην Αλβανία. Του άλλου μου αδελφού το πόδι ήταν ανάπηρα και είχα γέρα ανήμπορο πατέρα. Έτσι με έφεραν δεύτερη σειρά εφεδρείας, πλήρωσα 300 δραχμές και απαλλάγηκα. Κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου έμεινα στο χωριά και δεν, ανακατεύτηκα πουθενά. Δυστυχώς όμως, όπως τα πια πολλά σπίτια, έχασα του αδελφό μου το Νίκο στην παλιοκατάσταση (σ.α. εμφύλιο πόλεμο).

Η ΖΩΗ . ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Το 1951 ο μπάρμπα – Γιώργης παντρεύτηκε την Παναγιώτα Δημ. Πράττη που ήταν 13 ετών όταν οι Γερμανοί της σκότωσαν τον πατέρα μαζί με 3 ακόμα Νεδουσαίους και 3 Αλαγόνιους. Αυτό έγινε στις 30/01/1944 ανήμερα των Τριών Ιεραρχών. Οι εκτελεσθέντες είναι οι παρακάτω Νεδουσαίοι Θεόδωρος Δημητρακόπουλος του Νικήτα ετών 34, Αθανάσιος Μπαλίκης του Νικολάου, ετών 34, Δημήτρης Πράττης του Βασιλείου, ετών 42, Κωνσταντίνος Πράττης του Παναγιώτη ετών 20. Αλογόνιοι: Κανσταντίνος Αλεξανδράκης του Ι. ετών 43, Αριστείδης Καλαμποκίδης ετών 17, Κωνσταντίνος Μαρκάκης τουΠ ετών45.
Όπως μου μολογήσανε οι παλαιοί, το περιστατικό έχει ως εξής: Οι Γερμανοί ήρθαν στην Νέδουσα από την Αλαγονιά και πήγαιναν για το Γιαργίτσι, έχοντας μαζί τους Τάγματα Ασφαλείας και μερικούς Αλογόνιους πολίτες. Περνώντας από το χωριό μας πήραν μια γυναίκα, οχτώ άντρες και κάτι μουλάρια που φόρτωσαν. Τα Τάγματα Ασφαλείας πήγαιναν μπροστά. Φτάνοντας στις βρύσες (τοποθεσία λίγο έξω από το χωριά), κάποιος επικεφαλής από τα Τάγματα (ο Περιβολιώτης) είπε στον Καραμπάτο Χρίστο του Κωνστ., στον Πράττη Κωνσταντίνο του Παν. και σε δύο άλλα άτομα να γυρίσουν πίσω στο χωριό. Οι τρεις πήραν ένα μονοπάτι και γύρισαν. Ο Πράττης γύρισε από το δρόμο και έκατσε απέξω από το απομακρυσμένο σπιτάκι της νονάς μου Κυριακούλας, που είχε παντρευτεί τον Αντώνη Μπουστρή, Λαγκαδιανό μάστορα. Η Κυριακούλα τον προσφώναγε να μπει στο σπίτι της μην τύχει και τον πάρουν μαζί τους οι Γερμανοί όταν Θα περάσουν. Ο Πράττης έλεγε: εμένα δεν με πειράζουν γιατί δεν τους έκανα τίποτα. Περνώντας οι Γερμανοί τον πήραν μαζί τους.
Ανηφορίζοντας η φάλαγγα βόρεια της Νέδουσας, πριν φθάσουν στην Αγία Παρασκευή, κάποιοι πυροβόλησαν από τον Ντελιζή. Ο Θεμιστοκλής Καραμπάτος του Καν. Βάσταγε στα χέρια του έναν κόκορα να τον δώσει στους Γερμανούς. Αμέσως του αμπόλησε, αγκαλιάστη με έναν Γερμανό που πήγαιναν παρέα και κύλησαν χάμου βαρελάκι. Ο κόκορας λάκαγε και ο Καραμπάτος έτρεξε τάχα μου να του πιάσει. Μπαίνοντας στο πυκνό ρέμα, βρήκε ευκαιρία και έφυγε, τραυματίστηκε ένας Γερμανός αξιωματικός βαριά. Φτάνοντας στου Μαλεβού τη βρύση κάθισαν να πιουν νερά. Ο Γερμανός πέθανε, και επί τόπου σκότωσαν τους εφτά πατριώτες. Μαζί τους είχαν πάρει και μια Νεδουσαία, την Κρυστάλλα, σύζυγο Νικολάου Ευσταθίου Αλεξανδραπούλου, η οποία ό,τι είχε σαραντίασει στην κόρη της Παναγιώτα. Όταν ετοιμαζόντουστε να γίνει η εκτέλεση, ο Μαυροκάκης Λεαν. από το Μυστρά την έκρυψε- στο χλαίνι του και την πήρε μαζί με τά Τάγματα στο Γεωργίτσι. Εκεί την άφησε σε ένα σπίτι που έμενε μια γριούλα. Όταν πέρασαν οι Γερμανοι έφυγε και ειδοποίησε τους χωριανούς και πήγαν με ξυλοκρέβατα και τους έφεραν στο χωριά. Ο Αθαν. Μπαλίκης άφησε τρία μικρά κοριτσάκια ορφανά και ο Πράπης Δημητρ. τρία κοριτσάκια και δύο αγόρια, βυθίζοντας τα δύο χωριά στη θλίψη. (Ανάφερα το γεγονός σαν μνημόσυνο στους αδικοχαμένους πατριώτες).

ΕΞΩ ΚΑΡΔ]Α
Ο μπαρμπά-Γιώργης με τη θεία Παναγιώτα ήταν σαν να γύρισε ο τέντζερες και να βρήκε το καπάκι. Γιατί είναι γλεντζέδες και ανοιχτόκαρδοι Στα πανηγύρια και στο καρναβάλι ήταν από τους πρώτους του χωριού στην συμμετοχή. Η θειά Πότα (Ποτέλι την λέγανε χαϊδευτικά) είναι μια από τις πρώτες φωνές στο τραγούδι. Σχεδόν σε όλους τους γάμους την καλούσαν να τραγουδήσει. Ο μπαρμπα-Γιώργης, ένας άνθρωπος που δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Ψάλτης στην εκκλησία του χωριού και πρόεδρος με επιτυχία την περίοδο 1960- 1961, τότε που το χωριό μας ήταν ακόμα στην ακμή του. Απόκτησαν τέσσερα παιδιά, ένα αγόρι, τον Νίκο και τρία κορίτσια, την Κατερίνη, τη Βάσω και τη Νικολέτα. Η Νικολέτα παντρεύτηκε του Γεώργιο Μπάκα, και την ημέρα του καταστροφικού σεισμού της Καλαμάτας 13/9/1986 ήταν μέσα στην πολυκατοικία στο Νησάκι όταν κατέρρευσε. Όπως λένε, χωρίς να καταλάβουν το αντρόγυνο με τα τρία παιδιά τους βρέθηκαν πλακωμένοι, και είναι πραγματικά θαύμα που βγήκαν όλοι, πέντε άτομα, ζωντανοί από εκείνη την κόλαση των ερειπίων.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Ένα παλιό περιστατικό του μπαρμπα-Γιώργη: Μια φορά όργωνε το χτήμα τους στο βουνό Ποτισώνα, περιαχή “Μπενότου”. Ξαφνικά είδε μια γραμμή άσπρη στου ουρανό και, όπως μολογάει, έναν σταυρό μπροστά να προχωράει. Αμέσως γονάτισε έκανε το σταυρό του: γιατί νόμισε ότι ο σταυρός είναι σημάδι του θεού. Έλυσε τα βόδια του από το Ζυγό και κατέβηκε στο χωριά μιλώντας για το θαύμα που είδε. Με τον καιρό στα χωριά έμαθαν ότι είναι αεροπλάνα που μεταφέρουν κόσμο και πετάνε πολύ ψηλά. Μια άλλη φορά παλιά, ανήμερα του Αγιαγιωργου, ο παπαΔημήτρης Πράττης δεν πήγε στο εκκλησάκι του Αγιώργη να λειτουργήσει, παρά έκανε τη λειτουργία στα χωριό. Ο μπαρμπα-Γιώργης ήθελε να πάει στο ξωκλήσι του Αγιώργη, όπως συνηθιζόταν από τους προγόνους. Κίνησε με τρεις άλλους φίλους, έκοψε στον ώμο του ο Νικήτας Παλιζώης Βεργινάδης τον άρτο, πήραν και μια νταμιτζάνα κρασί, τους ακολούθησε και μια σκούνα παιδιά, μεταξύ αυτών και εγώ.
Φτάνοντας στον Αγιώργη, άναψαν τα καντήλια και τις λαμπάδες αρχίζοντας να ψέλνουν. Υπολογίζοντας τα χρόνο της λειτουργίας, έκοψαν και μοίρασαν τον άρτο. Πίνοντας, άρχισαν τα τραγούδια και το χορό.
Γυρνώντας, συ όλο το δρόμο τραγουδούσαν. Φτάνοντας στην πλατεία, άρχισαν το χορό κάτω από τη μεγάλη μουριά …Ο μπαρμπα-Γιώργης με τη θεια-Πότα ζουν τους καλοκαιρινούς μήτ εκπαίδευαν. Στις 20 του Μάη σι Γερμανοί μας επιτέθηκαν από τον ουρανό. Χάλαγε ο κόσμος. έπεφταν με αλεξίπτωτα που πρώτη φορά τα βλέπαμε, και δώσαμε μεγάλες μάχες».