Ύμνος στην όρθια Αρτέμιδα

Mερικές στροφές τώρα απ’ τον «Ύμνο στην όρθια Αρτέμιδα»:

 

Ώ Ταΰγετε, χαλκό βουνό,
ως με δέχτης τέλος ασκητή!

 

Ώ σκισμένα όρη,
όταν εκλείσατε από πίσω μου,
αφήνοντας με ολόμονο
όπως, σαν ένα κριάρι κατεβεί
απ’ ορτή πλαγιά σ’ ένα πετρόλακο
και ξαφνικά γυρίζοντας να φύγει,
νιώθει πώς δεν είναι δυνατό
γιατί οι ίδιοι βράχοι
πού το βοήθησαν να κατεβεί
τώρα γλιστράνε στο ανηφόρι,
απάτητοι,
παντού!
Ολόμονο με κλείσατε
μεσ’ την ακρότατη ερημιά,
μονάχα να σαλεύω ολόγυρα στη φτέρνα μου
να σε κυτάζω, κάστρο ατέλιωτο χαλκό!

 

Ούτε μπροστά, ούτε πίσω!
αλλά κει, στον ίδιο τόπο απάνου,
δίχως σπιθαμή τριγύρα ν’ ακουμπήσω ή ν’ απλωθώ,
αλλά και, στον ίδιο πάντα τόπο,
ορτός!

 

Ώ πυροδότη των ανθρώπων,
δεν άκουσα ν’ ανεβαίνει κάτουθε,
από τον τραχύ γκρεμό,
ή παρηγοριά των Ωκεανίδων!
αλλ’ απ’ ολούθε ο βράχος,
η καρδιά της γης,
το χώμα πού καθ’ ώρα ανάδινε
μια μυρουδιά ψηλότερη από πελαγίσια τρικυμία,
βουλιάζοντας και παίζοντας στα κύματά της
άπλερο ένα σκάφος,
τη μικρή μου αναπνοή!

 

Κι’ όλο μου το αίμα ήταν βοή στ’ αυτιά μου,
και στα μάτια μου μια ανάβρα σπίθες,
όπως ή πρωτάναφτη φωτιά μέσ’ το καμίνι,
εμπρός στο φυσερό!

 

Αλλ’ όταν τέλος απιθώθηκε η ψυχή μου
στην αδάμαστή σου, Ταΰγετε, ευωδιά.

 

………………………………………………………….

 

Ώ νέες πνοές
πού εθρέψατε τη δύναμή μου αδάμαστη και σιωπηλή,
πέπλα της βοής στις πέντε σου βουνοκορφές
πού σιγολιώνανε τα χιόνια,
ανάεροι καταρράχτες
της μπουμπουκιασμένης ροδοδάφνης
στα γκρεμνά,
στα γκρεμνά,
ανατολή του Δώριου Απόλλωνα
στα μάτια μου μπροστά,
η όψη σκληρή και σκαλιστή
στον κόκκινον αμάλαγο χαλκό!

 

Ώ μάτια μου, θρεμμένα τέλος σαν του λιονταριού
μες στο άπαρτο σκοτάδι του βουνού Ι
σιωπή βαθιά,
που δεν εσάλευε μια πνοή,
και τα ίδια χέρια μου ήταν άφαντα
στην πίσσα της βουβής βραδιάς,
ώ στοχασμοί!
σα νυχτερίδες κυκλοφέρνονται στη σκιά,
σαν άξαφνα απ’ τη Σπάρτη
επρόβαλε κατάνακρα,
ορθία Αρτέμιδα

 

……………………………………………………..

 

Τα πρώτα βέλη Σου
άρχισαν δονώντας τη σιγή!
Γύρω απ’ τ’ αυτιά μου εσούριζαν,
ανάρια σταφνισμένα,
ως σε σημάδι μες στα σκότη
όπου Συ μόνον έβλεπες ψηλά!
Λαμπρίζαν χαμηλά στρωμένα
τα πλεχτά καλάμια
απ’ τη δροσιά του Ευρώτα.
Στην κόκκινη πεδιάδα
ούρλιασαν τότε oι Λάκαινες oι σκύλες…
Δεν έσκυψες να οργώσεις με γενί τη γην
αλλά εμαστίγωνες ως το αίμα
τους εφήβους σιωπηλή,
κι’ απάνω τους σκυμμένη η παρθενία Σου,
που ιδρωμένη εμυροβόλα
πιότερο απ’ του δασού τη καρδιά,
τους κέντριζε
ως με τη στερνήν ανάπνοια
στην ανηφοριά,
στο στεγνωμένο τους λαρύγγι τάζονται,
πηγή μονάχη,
την κορφή!

0ι στίχοι αυτοί είναι βέβαια ορειβατικοί, έχουν αυτό που λέγεται συνείδηση, βίωμα του βουνού. Ωστόσο δεν είναι απαλλαγμένο από τη φιλολογική φλυαρία, κι’ είναι το ωραιότερο ορειβατικό τραγούδι για τον Ταΰγετο.